- καθαρογράφηση
- [-ις (-εως)] η1) окончательное редактирование документа (действие); 2) переписывание начисто
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαρογράφηση — η 1. ευανάγνωστη σύνταξη εγγράφου χωρίς διαγραφές και προσθήκες 2. αντιγραφή εγγράφου από το πρόχειρο πρωτότυπο σε καθαρό χαρτί, χωρίς λάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek